νοηματικός

νοηματικός
νο-ημᾰτικός, ή, όν,
A rational, later form for νοητικός, Hsch. s.v. δράστης;

λόγος Herm.

ap. Stob.2.8.31; οὐσία cj.ibid.; θεοί Id. ap. Stob. 1.41.11 (s.v.l.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νοηματικός — rational masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοηματικός — ή, ό (ΑΜ νοηματικός, ή, όν) [νόημα] νεοελλ. σχετικός με το νόημα μσν. αρχ. νοήμων, λογικός. επίρρ... νοηματικῶς (Μ) 1. με νοηματικό τρόπο, νοητικά 2. κατά πνευματική, μυστική έννοια …   Dictionary of Greek

  • νοηματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο νόημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοηματικῶν — νοηματικός rational fem gen pl νοηματικός rational masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοηματικόν — νοηματικός rational masc acc sg νοηματικός rational neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοηματικοί — νοηματικός rational masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοηματικοῦ — νοηματικός rational masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοηματικούς — νοηματικός rational masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοηματικῇ — νοηματικός rational fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοηματική — νοηματικός rational fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοηματικῶς — νοηματικός rational adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”